- νισαντίρι
- το(λ. τουρκ.), χλωριούχο αμμώνιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νισαντίρι — και νισαντήρι, το κοινή ονομασία τού χλωριούχου αμμωνίου και ιδίως τού συμπαγούς τεμαχίου του, το οποίο χρησιμοποιείται από τους λευκοσιδηρουργούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nișadir] … Dictionary of Greek
νισαντήρι — το βλ. νισαντίρι … Dictionary of Greek
αμμωνιακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αμμωνία ή παράγεται απ αυτή: Το νισαντίρι είναι το αμμωνιακό αλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)